-
1 μεταλλάω
1 seek out ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα μετάλλᾶσέν τέ νιν ( νιν = Ἴαμον; “vox notione obscura,” Schr.: cf. Wil., Isyllos, 166 n. 16) O. 6.62 [ μεταλ(λ)άς(ς) οντας (codd., Σ contra metr.: μεταβάσοντας Kayser) P. 1.52]
См. также в других словарях:
μεταλλώ — μεταλλῶ, άω (Α) 1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον 3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ ἀρτιεπὴς… … Dictionary of Greek